- αἱμασιᾶς
- αἱμασιάwallfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱμασιάς — αἱμασιά̱ς , αἱμασιά wall fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορήχου — ὀρήχου (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς αἱμασιᾱς» … Dictionary of Greek
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
όφρυα — ὄφρυα (Α) [οφρύς] (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ὑψηλὰ καὶ ὑπερκείμενα χωρία, τινὲς αἱμασιάς» … Dictionary of Greek
u̯rā̆ĝh-1 : u̯rǝĝh- (*su̯rā̆ĝh-) — u̯rā̆ĝh 1 : u̯rǝĝh (*su̯rā̆ĝh ) English meaning: thorn, spike Deutsche Übersetzung: “Dorn, Spitze, stechender Pflanzenstengel” Material: Att. ῥᾱχός (ῥᾶχος), Ion. ῥηχός f. “dorniges Reis, briar, thorn hedge” (ὀρήχου αἱμασίας… … Proto-Indo-European etymological dictionary